προσακτρίδα

προσακτρίδα
η / προσακτρίς, -ίδος, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. μεταμορφωμένο θωρακικό εξάρτημα τών αρθροπόδων το οποίο χρησιμεύει ως συλληπτήρια λαβίδα τών τροφών
αρχ.
στον πληθ. αἱ προσακτρίδες
οι σιαγόνες τού εντόμου μηλολόνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσάγω + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ἐπακτρ-ίς < ἐπάγω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

  • προσακτριδοπόρα — τα, Ν ζωολ. τάξη μικροσκοπικών αραχνιδίων με λεπτό επίμηκες μεταμερές σώμα, με τριμερείς χωληκεραίες και με νηματόμορφο τέλσον, τα οποία απαντούν στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές ζώντας κάτω από πέτρες, μέσα στον χούμο τών δασών ή σε… …   Dictionary of Greek

  • σκορπιοί — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα γένη αρθρόποδων, της τάξης των σκορπιονιδών, της ομοταξίας των αραχνιδίων. Οι σ. αποτελούνται από ένα μπροστινό τμήμα, που λέγεται πρόσωμα ή κεφαλοθώρακας, προστατευόμενο από μια ραχιαία χιτινώδη ασπίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”